- ντοκουμεντάρω
- τεκμηριώνω, στηρίζω τη γνώμη μου ή την άποψη μου σε ντοκουμέντα, αποδεικνύω κάτι με ντοκουμέντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. documentare «υποστηρίζω εγγράφως, τεκμηριώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντοκουμεντάρισμα — το [ντοκουμεντάρω] τεκμηρίωση … Dictionary of Greek